παύω
Verbo (ΡΗΜΑ)
dejar, parar, cesar
miércoles, 10 de julio de 2013
πραγματικότητα
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
realidad f.
Pronunciación
pragmatikótita
Etimología
πραγματικός + -ότητα
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo πραγματικότητα πραγματικότητες
genitivo πραγματικότητας πραγματικοτήτων
acusativo πραγματικότητα πραγματικότητες
vocativo πραγματικότητα πραγματικότητες
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
realidad f.
Pronunciación
pragmatikótita
Etimología
πραγματικός + -ότητα
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo πραγματικότητα πραγματικότητες
genitivo πραγματικότητας πραγματικοτήτων
acusativo πραγματικότητα πραγματικότητες
vocativo πραγματικότητα πραγματικότητες
πριγκίπισσα
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
princesa f
Pronunciación
pringípisa
Etimología
πρίγκιπας + -ισσα
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo πριγκίπισσα πριγκίπισσες
genitivo πριγκίπισσας πριγκιπισσών
acusativo πριγκίπισσα πριγκίπισσες
vocativo πριγκίπισσα πριγκίπισσες
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
princesa f
Pronunciación
pringípisa
Etimología
πρίγκιπας + -ισσα
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo πριγκίπισσα πριγκίπισσες
genitivo πριγκίπισσας πριγκιπισσών
acusativo πριγκίπισσα πριγκίπισσες
vocativo πριγκίπισσα πριγκίπισσες
όπως
Adverbio (ΕΠΊΡΡΗΜΑ)
como
Όπως θέλετε. (como quieran)
Etimología
Forma no interrogativa de πώς
Pronunciación
ópos
Adverbio (ΕΠΊΡΡΗΜΑ)
como
Όπως θέλετε. (como quieran)
Etimología
Forma no interrogativa de πώς
Pronunciación
ópos
Suscribirse a:
Entradas (Atom)