γραμματοκιβώτιο
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
buzón n.
Pronunciación
gramatokivótio
Etimología
De γράμμα + κιβώτιο
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo γραμματοκιβώτιο γραμματοκιβώτια
genitivo γραμματοκιβωτίου γραμματοκιβωτίων
acusativo γραμματοκιβώτιο γραμματοκιβώτια
vocativo γραμματοκιβώτιο γραμματοκιβώτια
miércoles, 12 de octubre de 2016
Suscribirse a:
Entradas (Atom)