Verbo (ΡΗΜΑ)
empeorar
SINGULAR (ENIKOΣ) | PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ) | ||
---|---|---|---|
nominativo | αυτόματος | αυτόματοι | |
genitivo | αυτόματου / αυτομάτου (cult.) | αυτόματων / αυτομάτων (cult.) | |
acusativo | αυτόματο | αυτόματους / αυτομάτους (cult.) | |
vocativo | αυτόματε | θανατηφόροι |
SINGULAR (ENIKOΣ) | PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ) | ||
---|---|---|---|
nominativo | θανατηφόρος | θανατηφόροι | |
genitivo | θανατηφόρου | θανατηφόρων | |
acusativo | θανατηφόρο | θανατηφόρους | |
vocativo | θανατηφόρε | θανατηφόροι |