συντηρητικός
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
conservador m.
Pronunciación
sindiritikós
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo συντηρητικός συντηρητικοί
genitivo συντηρητικού συντηρητικών
acusativo συντηρητικό συντηρητικούς
vocativo συντηρητικέ συντηρητικοί