Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
metamorfosis f.
Pronunciación
metamórfosi
Etimología
μεταμόρφωση < μεταμόρφωσις < μετά + μορφή
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo μεταμόρφωση μεταμορφώσεις
genitivo μεταμόρφωσης μεταμορφώσων
acusativo μεταμόρφωση μεταμορφώσεις
vocativo μεταμόρφωση μεταμορφώσεις
No hay comentarios:
Publicar un comentario