καλοκαίρι
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
verano n.
Pronunciación
kalokéri
Etimología
hipocorístico de καλόκαιρος < καλός + καιρός
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo καλοκαίρι καλοκαίρια
genitivo καλοκαιριού καλοκαιριών
acusativo καλοκαίρι καλοκαίρια
vocativo καλοκαίρι καλοκαίρια
No hay comentarios:
Publicar un comentario