καθυστέρηση / καθυστέρησις (K.)
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
retraso f
Pronunciación
kathistérisi / kathistérisis
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo καθυστέρηση / καθυστέρησις καθυστερήσεις
genitivo καθυστέρησης / καθυστερήσεως καθυστερήσεων
acusativo καθυστέρηση / καθυστέρησιν καθυστερήσεις
vocativo καθυστέρηση / καθυστέρησι καθυστερήσεις
No hay comentarios:
Publicar un comentario