κίνηση / κίνησις (K.)
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
1. movimiento f.
2. tráfico f.
Pronunciación
kínisi / kínisis
Etimología (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ)
Del G.A. κίνησις < κινῶ
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo κίνηση / κίνησις κινήσεις
genitivo κίνησης / κινήσεως κινήσεων
acusativo κίνηση / κίνησιν κινήσεις
vocativo κίνηση / κίνησι κινήσεις
No hay comentarios:
Publicar un comentario