κοτόψειρα
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
coruco f.
Pronunciación
kotópsira
Declinación
SINGULAR (ENIKOΣ) PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ)
nominativo κοτόψειρα κοτόψειρες
genitivo κοτόψειρας κοτοψειρών
acusativo κοτόψειρα κοτόψειρες
vocativo κοτόψειρα κοτόψειρες
No hay comentarios:
Publicar un comentario