παραίσθηση / παραίσθησις (cult.)
Sustantivo (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ)
alucinacion f.
Pronunciación (ΠΡΟΦΟΡΑ)
ptósi /ptósis
Etimología (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ)
G.A. παραίσθησις
Declinación (ΚΛΙΣΗ)
SINGULAR (ENIKOΣ) | PLURAL (ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ) | ||
---|---|---|---|
nominativo | παραίσθηση / παραίσθησις (cult.) | παραισθήσεις | |
genitivo | παραίσθησης / παραισθήσεως (cult.) | παραισθήσεων | |
acusativo | παραίσθηση / παραίσθησιν (cult.) | παραισθήσεις | |
vocativo | παραίσθηση / παραίσθησι (cult.) | παραισθήσεις |
No hay comentarios:
Publicar un comentario